μπιμπελό

μπιμπελό
και μπιμπλό, το
μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, μικροτέχνημα, κομψοτέχνημα, που τοποθετείται συνήθως σε εταζέρα ή σε άλλο έπιπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ηχομιμητική λ. bibelot].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπιμπελό — το άκλ. (λ. γαλλ.), κομψοτέχνημα με μικρές διαστάσεις: Το σαλόνι της είναι γεμάτο μπιμπελό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”